καταδρομέας

καταδρομέας
ο
1. αυτός που καταδιώκει, ο διώκτης
2. ναυτ. κουρσάρος
3. στρατιωτικός ειδικά εκπαιδευμένης ευέλικτης μονάδας στην οποία ανατίθενται δύσκολες, συνήθως αιφνιδιαστικές, αποστολές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά το σχήμα ἐπέδραμον -επιδρομή - επιδρομεύς σχηματίστηκε και κατέδραμον - καταδρομή - καταδρομεύς. Ο τ. καταδρομεύς μαρτυρείται από το 1838 στον Γεώργιο Α. Ράλλη. Ως στρατιωτικός όρος η λ. είναι απόδοση στην ελλ. τού αγγλ. commando.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καταδρομέας — ο 1. αυτός που κάνει καταδρομή, πειρατής, κουρσάρος: Τους πιάσανε τους καταδρομείς. 2. ο λοκατζής: Yπηρέτησε καταδρομέας στο στρατό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής, προερχόμενο από την πρόθεση κατά. Απαντά και με τη μορφή καθόταν το φωνήεν που ακολουθεί δασύνεται (καθ ημερινός, κάθ ιδρος) καθώς και με τη μορφή καται σε ελάχιστα σύνθετα τής Αρχαίας Ελληνικής (καται… …   Dictionary of Greek

  • καταδρομή — η (Α καταδρομή) επιδρομή, εχθρική εισβολή νεοελλ. 1. καταδίωξη, δυσμένεια, κακοτυχία («τής τύχης την καταδρομή», Βηλαρ.) 2. ναυτ. επιθετική ενέργεια εναντίον εμπορικών πλοίων τού αντιπάλου 3. φρ. «δυνάμεις καταδρομών» στρατιωτικές μονάδες ειδικά… …   Dictionary of Greek

  • κουρσάρος — Βλ. λ. πειρατεία (πολεμική). * * * και κορσάρος, ο (Μ κουρσάρος και κρουσάρος) 1. πειρατής, ληστής 2. καταδρομέας, ο οποίος εξουσιοδοτούνταν από τον βασιλιά να προσβάλλει εχθρικά εμπορικά πλοία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corsaro < μσν. λατ.… …   Dictionary of Greek

  • μπαντίδος — ο (Μ μπαντίδος και παντίδος) καταδικασμένος σε εξορία, φυγάς νεοελλ. 1. πειρατής καταδρομέας, κουρσάρος 2. ληστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. bandito < bandire «επικηρύσσω»] …   Dictionary of Greek

  • Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… …   Dictionary of Greek

  • Διοματάρας — Επώνυμο εθνικών αγωνιστών από τα Ψαρά. 1. Κωνσταντίνος. Ήταν ιδιοκτήτης πλοίου και προσέφερε τις υπηρεσίες του σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα. Το 1823 βύθισε τουρκικό πλοίο κοντά στο Αλιβέρι και το 1824 ένα άλλο κοντά στην Τένεδο. Το 1826… …   Dictionary of Greek

  • Ζορμπάς, Ασημάκης — Αγωνιστής του 1821. Ήταν αρχηγός ηρωικής οικογένειας του Μεσολογγίου, πολλά μέλη της οποίας συμμετείχαν στις πολιορκίες της πόλης. Λεγόταν και Παπαλουκάς. Ο Ζ. και ο γιος του Φραγκίσκος ή Φραγκούλης, που ήταν αρχιπυροβολητής, σκοτώθηκαν τον… …   Dictionary of Greek

  • Ζυγούρης, Παύλος — (τέλη 18ου αι.). Καταδρομέας και εθνικός αγωνιστής. Ήταν συνεργάτης του Λάμπρου Κατσώνη, ο οποίος υπήρξε πλοίαρχος του σκάφους Αχιλλεύς. Κατά τη ναυμαχία στον Καφηρέα, ο Ζ., με την παράτολμη γενναιότητα και εμπειρία του, κατόρθωσε να απαλλαγεί… …   Dictionary of Greek

  • Καβακτζής, Μηνάς — Αγωνιστής του 1821, ο οποίος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Έδρασε κυρίως ως καταδρομέας και έλαβε μέρος σε πολλές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας. Για να εκδικηθεί τα βασανιστήρια που υπέστη από Αυστριακό μοίραρχο, πυρπόλησε στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”